Η δυσκοιλιότητα δεν αποτελεί νόσο, αλλά ένα σύνολο συμπτωμάτων που μπορεί να οφείλεται σε πολλά αίτια. Ο ορισμός της δυσκοιλιότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση μιας και η συχνότητα των «φυσιολογικών» κενώσεων του εντέρου διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Η δυσκοιλιότητα συνήθως θεωρείται ως η αφόδευση με συχνότητα χαμηλότερη από 2-3 φορές την εβδομάδα ή η αφόδευση με σημαντική δυσκολία που συνοδεύεται με πόνο και καταπόνηση.
Ασθενής με δυσκοιλιότητα*, ορίζεται ως ο ασθενής ο οποίος δεν χρησιμοποιεί υπακτικά, και αναφέρει τουλάχιστον δυο εκ των ακόλουθων συμπτωμάτων για μια χρονική περίοδο τουλάχιστον 12 εβδομάδων, όχι απαραίτητα συνεχόμενων, κατά τους τελευταίους 6 μήνες:
- λιγότερες από 3 κενώσεις ανά εβδομάδα
- σκληρή σύσταση κοπράνων στο 25% τουλάχιστον των κενώσεων
- αίσθηση ατελούς κένωσης στο 25% τουλάχιστον των κενώσεων
- αίσθηση απόφραξης του εντέρου στο 25% τουλάχιστον των κενώσεων
- ανάγκη για χειρισμούς προκειμένου να εκκενωθεί το έντερο στο 25% τουλάχιστον των κενώσεων
Η δυσκοιλιότητα έχει δύο βασικές μορφές: την περιστασιακή
(π.χ. λόγω αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες, λόγω καταστάσεων άγχους
και στρες, λόγω αλλαγής στον τρόπο ζωής, συχνά ταξίδια) και τη χρόνια (π.χ. λόγω κάποιας ασθένειας ή φαρμακευτικής αγωγής).
Eπίσης διακρίνεται σε λειτουργική και αποφρακτική δυσκοιλιότητα.
*Rome III Diagnostic Criteria for Functional Gastrointestinal Disorders